ιαβέρειος

ιαβέρειος
-α, -ο
που συμπεριφέρεται κατά τον τρόπο του Ιαβέρη, πιστός τηρητής του καθήκοντος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιαβέρειος — α, ο αυτός που συμπεριφέρεται σαν τον Ιαβέρη, τον πασίγνωστο αστυνομικό τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαβέρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”